εννιακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α

εννιακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α
εννιακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α και εννεακόσιοι, -ιες, -ια που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, οι εννιά φορές εκατό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εννιακόσ(ι)α — και εννεακόσια αριθμ. απόλ., άκλ. 1. ποσότητα εννιά εκατοντάδων (900). 2. σε χρονολογίες αντικαθιστά το αντίστοιχο τακτικό εννιακοσιοστός: Η μάχη έγινε το εννιακόσια μ.Χ. (το εννιακοσιοστό έτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννιακοσ(ι)απλάσιος, -α, -ο — και εννεακοσιαπλάσιος, α, ο επίρρ. α ο εννιακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννεακόσια — βλ. εννιακόσ(ι)α …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”